ταναίχαλκος
Look at other dictionaries:
ταναίχαλκος — ον, Α βλ. τανάχαλκος … Dictionary of Greek
τανάχαλκος — και ταναίχαλκος, ον, Α 1. κατασκευασμένος από σφυρήλατο χαλκό 2. (κατά το λεξ. Σούδα) «πολύχαλκος». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. τανά χαλκος (αντί *ταναό χαλκος, με σίγηση τού ο , πρβλ. τανα ήκης) < ταναός* «επιμήκης, υψηλός» + χαλκός (πρβλ. πολύ χαλκος). Ο… … Dictionary of Greek